Τα κωφά και βαρήκοα παιδιά κινδυνεύουν να εμφανίσουν σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου σε σύγκριση με τους ακούοντες συνομηλίκους τους. Ο κύριος λόγος είναι πως τα παιδιά αυτά έχουν λιγότερες ευκαιρίες για γλωσσικές αλληλεπιδράσεις με άλλους ανθρώπους. Επομένως, κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες και στην ορθή αναγνώριση των συναισθημάτων, στην ακριβή ονομασία τους, αλλά και στην κατανόηση και τη ρύθμισή τους, σε σχέση με τους ακούοντες συμμαθητές τους. Η εκπαίδευση των κωφών και βαρήκοων παιδιών στη Θεωρία του Νου μπορεί να προλάβει αυτές τις καθυστερήσεις και, ταυτόχρονα, μπορεί να προωθήσει και να βελτιώσει την κοινωνική κατανόηση και τη συμπεριφορά αυτών των παιδιών.
Η σχέση μεταξύ γλωσσικής ανάπτυξης και της Θεωρίας του Νου
Η ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου αλληλεπιδρά με την κατάκτηση του λόγου. Σημαντικοί παράγοντες για την απόκτηση των δεξιοτήτων της Θεωρίας του Νου είναι η γνώση των λέξεων ή/και των νοημάτων για τις νοητικές καταστάσεις και τα συναισθήματα, αλλά και η κατανόηση σύνθετων συντακτικών δομών. Μια ακόμα σημαντική προϋπόθεση αφορά στις ευκαιρίες που δίνονται στο παιδί, ώστε να συμμετέχει σε συζητήσεις με διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτό απαιτεί γλωσσικές ικανότητες και ποιοτική επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειας στο σπίτι, αλλά και στο σχολείο. Περιλαμβάνει, για παράδειγμα, συνομιλία του παιδιού με γονείς και εκπαιδευτικούς, οι οποίοι του μιλούν για τον εσωτερικό κόσμο και για τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων.
Δυσκολίες στην ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου των κωφών και βαρήκοων παιδιών
Τα κωφά και βαρήκοα παιδιά διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο να μείνουν πολλά χρόνια πίσω στην ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου, σε σύγκριση με τους ακούοντες συνομηλίκους τους. Αυτό ισχύει τόσο για τα κωφά και βαρήκοα παιδιά που χρησιμοποιούν τον προφορικό λόγο, όσο και για αυτά που χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα. Ένας λόγος είναι ότι η ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου συνδέεται στενά με την απόκτηση του λόγου (ομιλούμενη ή/και νοηματική γλώσσα) αλλά και με την παθητική και την ενεργή συμμετοχή σε γλωσσικές αλληλεπιδράσεις. Και τα δύο μπορεί να παρεμποδίζονται λόγω απώλειας ακοής ή κώφωσης.
Η έρευνα έχει αναδείξει διάφορους κινδύνους στη ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου που συνδέονται με την απώλεια ακοής ή την κώφωση.
Εμπειρικά ευρήματα και δεδομένα
Υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος αναπτυξιακών καθυστερήσεων στη Θεωρία του Νου που συνδέεται με την απώλεια ακοής.
Στα ακούοντα παιδιά, η Θεωρία του Νου εμφανίζεται συνήθως μεταξύ της ηλικίας των 3 και 5 ετών, σε διάφορα γλωσσικά και πολιτισμικά πλαίσια (Wellman, Fang, & Peterson, 2011). Η έρευνα έχει δείξει ότι τα κωφά και βαρήκοα παιδιά ακολουθούν τα ίδια αναπτυξιακά στάδια της Θεωρίας του Νου με τους ακούοντες συνομηλίκους τους. Ωστόσο, μερικές φορές αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης στα κωφά και βαρήκοα παιδιά μπορεί να είναι πιο αργός (Wellman, 2011; Antonopoulou et al., 2016, Becker et al. 2018).
Η ανάπτυξη της γνώσης των συναισθημάτων μπορεί επίσης να καθυστερήσει όταν υπάρχουν προβλήματα ακοής.
- Τα κωφά και βαρήκοα παιδιά μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες, σε σύγκριση με τους ακούοντες συνομηλίκους τους, στην αναγνώριση των συναισθημάτων, την ακριβή ονομασία τους, την κατανόηση και τη ρύθμισή τους (Most & Aviner 2009).
- Οι Hosie και συν. (1998) υποστήριξαν ότι τα κωφά και τα ακούοντα παιδιά μοιράζονται μια κοινή εννοιολογική κατανόηση των βασικών συναισθημάτων (χαρά, λύπη, θυμός και έκπληξη), όπως αυτά εκφράζονται στο πρόσωπο των άλλων. Ωστόσο, τα κωφά και βαρήκοα παιδιά είναι καλύτερα στην διάκριση του συναισθήματος του ‘φόβου’ και χειρότερα στη διάκριση του συναισθήματος της ‘αηδίας’, σε σχέση με τα ακούοντα παιδιά.
- Οι Hosie και συν. (2000) έδειξαν ότι η απόκρυψη των συναισθημάτων προκειμένου να μην πληγωθούν οι άλλοι, είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για τα κωφά και βαρήκοα παιδιά και ότι αυτό συνδέεται άμεσα με τις δυσκολίες τους στη Θεωρία του Νου.
- Οι Wiefferink και συν. (2012) εξέτασαν την ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων σε κωφά/βαρήκοα παιδιά και σε ακούοντα παιδιά. Παρά την πρώιμη εμφύτευση κοχλιακών, τα κωφά παιδιά είχαν λιγότερες ικανότητες ρύθμισης των συναισθημάτων τους και λιγότερες κοινωνικές δεξιότητες, σε σχέση με τους ακούοντες συνομηλίκους τους. Επιπλέον, οι γλωσσικές δεξιότητες των κωφών και βαρήκοων παιδιών δεν πρόβλεψαν την ικανότητά τους στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους. Οι ερευνητές απέδωσαν αυτά τα ευρήματα στο γεγονός ότι οι γονείς των παιδιών αυτών δεν εμπλέκονταν επαρκώς στην αναγνώριση και ρύθμιση των συναισθημάτων κατά τη διάρκεια των συζητήσεων μαζί τους.
Η ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου σε κωφά και βαρήκοα παιδιά σχετίζεται με τον τρόπο, την ποσότητα και την ποιότητα της έκθεσής τους σε γλωσσικά ερεθίσματα στο σπίτι, κατά τη βρεφική και την παιδική ηλικία.
- Τα κωφά και βαρήκοα παιδιά ακουόντων γονέων εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη της κοινωνικής κατανόησης (Schick et al., 2002). Τα κωφά και βαρήκοα παιδιά κωφών γονέων, που μαθαίνουν τη νοηματική γλώσσα και τη χρησιμοποιούν από πολύ μικρή ηλικία, αναπτύσσουν τη Θεωρία του Νου με το ίδιο ρυθμό με αυτόν των ακουόντων παιδιών (Peterson & Siegal, 1999, Peterson et al., 2005, Schick et al., 2007) και έχουν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις στα έργα της Θεωρίας του Νου σε σύγκριση με τα κωφά και βαρήκοα παιδιά ακουόντων γονέων. Επιπλέον, τα κωφά και βαρήκοα παιδιά που χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα στην επικοινωνία τους με τους ακούοντες γονείς τους έχουν καλύτερη επίδοση στα έργα της Θεωρίας του Νου, σε σύγκριση με τους συνομήλικους τους που χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον προφορικό λόγο (Courtin, 2000, Courtin & Melot, 1998). Ωστόσο, τα παιδιά που επικοινωνούν με τους γονείς τους χρησιμοποιώντας τον προφορικό λόγο μπορούν να αναπτύξουν τη Θεωρία του Νου σε ικανοποιητικό επίπεδο για την ηλικία τους. Καθοριστικός παράγοντας για αυτό είναι αν τα παιδιά μπορούν (ή όχι) να αντιλαμβάνονται τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι γονείς τους όταν επικοινωνούν μαζί τους.
- Ερευνητές τόνισαν πως η ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου σε κωφά και βαρήκοα παιδιά σχετίζεται με την ποσότητα και την ποιότητα της έκθεσής τους σε γλωσσικά ερεθίσματα στο σπίτι τους, κατά τη διάρκεια της βρεφικής και παιδικής ηλικίας (Peterson, Wellman, & Slaughter, 2012). Η έρευνα έδειξε, επίσης, πως τα παιδιά με κοχλιακά εμφυτεύματα που χρησιμοποιούν την προφορική επικοινωνία δεν έχουν καλύτερες επιδόσεις στα έργα της Θεωρίας του Νου από τα ακούοντα παιδιά (Peterson, 2004, Moeller & Schick, 2006, Ketelaar et al., 2012). Οι Knoors και Marschark (2014, βλ. επίσης Lecciso et al., 2012) προτείνουν πως το παραπάνω εύρημα μπορεί να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι η επικοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών με κοχλιακά εμφυτεύματα στερείται ως ένα βαθμό συζητήσεων σχετικών με διάφορες νοητικές καταστάσεις ή ότι αυτές οι συζητήσεις δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένες συντακτικές δομές και νοητικά ρήματα.
Η γενική γλωσσική ικανότητα, η ανάπτυξη του λεξιλογίου και συγκεκριμένων συντακτικών δομών μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου στα κωφά και βαρήκοα παιδιά.
- Κάποιες έρευνες έδειξαν τη σχέση μεταξύ της γενικής γλωσσικής επάρκειας και της Θεωρίας του Νου σε κωφά και βαρήκοα παιδιά (π.χ. Hao, Su, & Chan, 2010).
- Ειδικά, η ικανότητα επεξεργασίας σύνθετων προτάσεων με ρήματα που αναφέρονται στην έκφραση, τη σκέψη και τις επιθυμίες αποτελεί έναν προγνωστικό παράγοντα της επίδοσης του παιδιού σε έργα λανθασμένης πεποίθησης (Schick et al., 2007, Becker et al, 2018). Τα παιδιά που δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν αυτές τις σύνθετες συντακτικές δομές, δυσκολεύονται, επίσης, να κατανοήσουν πως οι δικές τους σκέψεις και πεποιθήσεις μπορεί να διαφέρουν από αυτές των άλλων γύρω τους. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί μπορεί να καταλάβει προτάσεις, όπως «Η μητέρα πίστευε πως το γλυκό ήταν στο ντουλάπι», είναι πιο πιθανό να κατανοήσει και να προβλέψει συμπεριφορές που στηρίζονται σε μια λανθασμένη πεποίθηση.
- Ορισμένες άλλες έρευνες έδειξαν ότι η έκθεση των κωφών και βαρήκοων παιδιών σε νοητικά ρήματα (π.χ. σκέφτομαι, γνωρίζω, πιστεύω, κ.ά.) συμβάλλει στην ενίσχυση της Θεωρίας του Νου τους (Remmel & Peters, 2009; Becker et al., 2018).
Τεκμηριωμένες μέθοδοι εκπαίδευσης στη Θεωρία του Νου
Η ικανότητα να βάζει κάποιος τον εαυτό του στη θέση του άλλου αποτελεί βασική προϋπόθεση για τον αποτελεσματικό αυτοέλεγχο (αυτορρύθμιση) και την ικανότητα επίλυσης συγκρούσεων. Επομένως, ελλείματα στη Θεωρία του Νου μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολίες στην κοινωνική συμμετοχή.
Για τους λόγους αυτούς, είναι εξαιρετικά σημαντικό να εφαρμοστούν μέτρα πρόληψης και παρέμβασης στο πλαίσιο της ενίσχυσης της Θεωρίας του Νου και της κοινωνικής συμπεριφοράς στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό σχολείο.
Ευτυχώς, η έρευνα έχει δείξει πως τα κατάλληλα σχεδιασμένα εκπαιδευτικά προγράμματα βελτιώνουν τη Θεωρίας του Νου στα κωφά και τα βαρήκοα παιδιά. Η έρευνα έχει δείξει πως οι ακόλουθες μέθοδοι είναι ιδιαίτερα χρήσιμες – συνδυαστικά ή μόνες:
- Ανάγνωση ιστοριών με τη χρήση λεξιλογίου νοητικών καταστάσεων και υποβολή ερωτήσεων για το περιεχόμενο των ιστοριών στο πλαίσιο συζήτησης.
- Θεατρική αγωγή / Παιχνίδια ρόλων.
- Ιστορίες που περιλαμβάνουν «συννεφάκια σκέψης», δηλαδή οπτική αναπαράσταση της σκέψης των άλλων ανθρώπων.
- Γλωσσικές ασκήσεις για την ονομασία συναισθημάτων και την εξάσκηση σε σύνθετες συντακτικές δομές.
- Ενημέρωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην προαγωγή και καλλιέργεια της Θεωρίας του Νου.
Στο εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΚΕΨΗΣ, έχουμε συνδυάσει διάφορες μεθόδους που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές με βάση τη σχετική έρευνα.
Βασική βιβλιογραφία
Antonopoulou, A., Hadjikakou, K., Stefanidou, M., & Maridaki-Kassotaki, K. (2016). The role of emotional literacy experiences in deaf/hard of hearing and hearing preschoolers’ social understanding and emotion comprehension. CD Proccedings of the 24th FEAPDA Congress: Inclusion and what it means for deaf education. Luxemburg. 20-22 October.
Becker, C., Hansen, M. & Barbeito Rey-Geissler, P. (2018). Narrative Kompetenzen hörgeschädigter Kinder. Das Zeichen, 108, 90-105.
Courtin, C. & Melot, A. (1998). Development of theories of mind in deaf children. In: M. Marschark & M. Clark (Eds), Psychological perspectives on deafness, Vol 2 (79-102). Lawrence Erlbaum Associates Publishers.
Courtin, C. (2000): The impact of sign language on the cognitive development of deaf children: the case of theories of mind. Journal of Deaf Studies and Deaf Education 5 (3), 266–276.
Hao, J., Su, Y. & Chan, R. C. K. (2010). Do deaf adults with limited language have advanced theory of mind? Research in Developmental Disabilities, 31 (6), 1491–1501.
Hosie, J., Gray, C., Russell, P., Scott, C. & Hunter, N. (1998). The matching of facial expressions by deaf and hearing children and their production and comprehension of emotion labels. Motivation and Emotion, 22 (4), 293-313.
Hosie, J., Russell, P., Gray, C., Scott, C., Hunter, N., Banks, J. & Macaulay, M. (2000). Knowledge of display rules in prelingually deaf and hearing children. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41 (3), 289-298.
Ketelaar, L., Rieffe, C., Wiefferink, C. H. & Frijns, J. H. M. (2012). Does hearing lead to understanding? Theory of mind in toddlers and preschoolers with cochlear implants. Journal of pediatric psychology, 37 (9), 1041–1050.
Knoors, H. & Marschark, M. (2014). Teaching deaf learners: Psychological and developmental foundations. Oxford University Press.
Lecciso, F., Petrocchi, S., & Marchetti, A. (2012). Hearing mothers and oral deaf children: An atypical relational context for theory of mind. European Journal of Psychology of Education, 28, 903-922.
Moeller, M. P. & Schick, B. (2006). Relations between maternal input and theory of mind understanding in deaf children. Child development, 77 (3), 751–766.
Most, T. & Aviner, C. (2009). Auditory, visual, and auditory-visual perception of emotions by individuals with cochlear implants, hearing aids, and normal hearing. Journal of Deaf Studies and Deaf Education, 14(4), 449-464.
Peterson, C. C. (2004). Theory-of-mind development in oral deaf children with cochlear implants or conventional hearing aids. In: The Journal of Child Psychology and Psychiatry, 45(6), 1096–1106.
Peterson, C. C., Wellman, H. M. & Liu, D. (2005): Steps in theory-of-mind development for children with deafness or autism. Child Development, 76 (2), 502–517.
Peterson, C. C. & Siegal, M. (1999). Representing Inner Worlds: Theory of mind in autistic, deaf, and normal hearing children. Psychological Science, 10 (2), 126–129.
Peterson, C. C., Wellman, H. M. & Slaughter, V. (2012). The mind behind the message: advancing theory-of-mind scales for typically developing children, and those with deafness, autism, or Asperger syndrome. Child development 83 (2), 469–485.
Remmel, E. & Peters, K. (2009). Theory of mind and language in children with cochlear implants. Journal of Deaf studies and Deaf Education, 14 (2), 218–236.
Schick, B., de Villiers, J., de Villiers, P. & Hoffmeister, B. (2002). Theory of Mind: Language and cognition in deaf children. Leader 7 (22), 6–14.
Schick, B., de Villiers, P. A., de Villiers, J. & Hoffmeister, R. (2007). Language and Theory of Mind: A Study of Deaf Children. Child Development 78 (2), 376-396.
Wellman, H. M. (2018). Theory of mind: The state of the art. European Journal of Developmental Psychology, 15(6), 728-755.
Wiefferink, C. H., Rieffe, C., Ketelaar, L. & Frijns, J. H. M. (2012). Predicting social functioning in children with a cochlear implant and in normal-hearing children: the role of emotion regulation. International journal of pediatric otorhinolaryngology, 76 (6), 883–889.
Εδώ μπορείτε να βρείτε περισσότερες δημοσιεύσεις σχετικά με τη Θεωρία του Νου και την Κατανόηση Συναισθημάτων: Κατάλογος δημοσιεύσεων.